- ῥυστικός
- ῥυσ-τικός, ή, όν,A protective, saving, [πρᾶξις] PMag.Berol.1.197; χαρακτῆρες ib.266, cf. PMag.Par.1.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυστικός — ή, όν, Α [ῥύστης] αυτός που διασώζει, που λυτρώνει, προστατευτικός … Dictionary of Greek
ῥυστικούς — ῥυστικός protective masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυστικῆς — ῥυστικός protective fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυστική — ῥυστικός protective fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)